θυμητικό

θυμητικό
το память;

έχω γερό θυμητικό — обладать хорошей памятью


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θυμητικό" в других словарях:

  • θυμητικό — το ικανότητα μνήμης: Δεν έχει καθόλου θυμητικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυμητικός — ή, ό (Μ θυμητικός, ή, όν) [θυμώ (ΙΙ) θυμούμαι] 1. ενθυμητικός* 2. το ουδ. ως ουσ. το θυμητικό α) δώρο αναμνηστικό, ενθύμιο, θυμητάρι β) μνημονικό, ισχυρή μνήμη, ικανότητα απομνημόνευσης μσν. το ουδ. ως ουσ. τό θυμητικό(ν) 1. το θυμοειδές που κατά …   Dictionary of Greek

  • ενθύμηση — και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) [ενθυμούμαι] σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση τής πατρίδας τους», Καρκαβ.) νεοελλ. 1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου») 2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ 3. πληθ. (παλαιογρ.) οι …   Dictionary of Greek

  • ενθύμιο — το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, ον) [θυμός] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιο αντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνθύμιος… …   Dictionary of Greek

  • θυμητάρι — το ενθύμιο, αναμνηστικό, θυμητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμούμαι + κατάλ. τάρι (πρβλ. προσευχη τάρι, προσκυνη τάρι)] …   Dictionary of Greek

  • θύμηση — η (Μ θύμηση και θύμησις) [θυμούμαι] 1. μνήμη, θυμητικό, ενθύμηση («μα πάντα ο νους κι η θύμηση ήτονε μετά κείνη», Ερωτόκρ.) 2. ανάμνηση («οι θύμησες τών παιδικών μου χρόνων») 3. φρ. α) «δίδω θύμησιν» υπενθυμίζω κάτι β. «βάνω κάτι εις θύμηση» ή… …   Dictionary of Greek

  • μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …   Dictionary of Greek

  • μνημονευτικός — ή, ό (ΑΜ μνημονευτικός, ή, όν) [μνημονευτός] αυτός που είναι επιτήδειος, ή ικανός στη μνημόνευση, μνημονικός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μνημονευτική (ψυχολ.) σύνολο μεθόδων που αποσκοπούν στην ανάπτυξη τής απομνημονευτικής ικανότητας, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • μνημονικός — ή, ό (Α μνημονικός, ή, όν) [μνήμων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μνήμη ή στην ανάμνηση 2. το ουδ. ως ουσ. το μνημονικό(ν) η μνήμη, το θυμητικό («έχει δυνατό μνημονικό») νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στην απομνημόνευση ή την υπενθύμιση… …   Dictionary of Greek

  • απομνημόνευμα — το αυτό που αναφέρει κανείς από το θυμητικό του· συνήθ. στον πληθ., απομνημονεύματα, τα αφήγηση γεγονότων τα οποία συνδέονται με τη ζωή εκείνου που τα γράφει ή τα οποία παρακολούθησε αυτός από κοντά: Τα «Απομνημονεύματα» του στρατηγού Μακρυγιάννη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενθύμηση — η 1. σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση: Ώσπου έχαναν και την ενθύμηση της πατρίδας τους (Α. Καρκαβίτσας). 2. μνήμη, θύμηση, θυμητικό: Του ήρθε στην ενθύμησή του. 3. ενθύμιο (βλ. λ.): Κρατά τα γράμματά της ως ενθύμηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»